ερανικός

ερανικός
η , ό[ν] относящийся к сбору пожертвований, средств

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ερανικός" в других словарях:

  • ἐρανικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρανικόν — ἐρανικός of masc acc sg ἐρανικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρανικαί — ἐρανικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρανικῷ — ἐρανικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρανικός — ή, ό (AM ἐρανικός, ή, όν) [έρανος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρανο ή γίνεται με έρανο …   Dictionary of Greek

  • ἐρανικάς — ἐρανικά̱ς , ἐρανικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»